-
1 θάσσω
θάσσω, sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. ϑαάσσω; στρατὸς ϑάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς ϑρόνον εὐκλέα ϑάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.
-
2 ἐπι-θεσπίζω
ἐπι-θεσπίζω, 1) darauf Orakel verkündigen, τῷ τρίποδι, auf dem Dreifuß sitzend, Her. 4, 179; ταύτας τὰς φωνὰς ἐπιϑεσπίσαντες ἀπέπλευσαν Dion. Hal. exc. Reisk. p. 2342. – 2) von Orakeln od. Göttern, beistimmen, gutheißen, τινί, D. Hal. 2, 6; τοὺς ϑεοὺς ἔδει τὴν βασιλείαν αὐτῷ δι' οἰωνῶν αἰσίων ἐπιϑεσπίσαι, ihm zusagen, 3, 35; πρὸς τοῦ ϑεοῦ ἐπιϑεσπισϑῆναι ὡς ϑεὸν τιμᾶν Ἡρακλέα Arr. An. 4, 11, 7.
-
3 ἰαίνω
ἰαίνω (verwandt ἰάομαι), erwärmen, erhitzen; ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, ϑέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; pass., πῦρ ἀνέκαιε πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ, ἰαίνετο δ' ὕδωρ Od. 10, 359; durch Wärme weich machen, schmelzen, αἶψα δ' ἰαίνετο κηρός Od. 12, 175; vgl. Ap. Rh. 2, 739, wo der Schol. τήκεται καὶ λύεται erkl. – Uebertr., wie Plut. de prim. frigid. 6 κρατοῦν τοῦ ψυχροῦ τὸ ϑερμὸν διάχυσιν παρέχει καὶ ἀλέαν τῷ σώματι μεϑ' ἡδονῆς, ὅπερ Ὅμηρος ἰαίνεσϑαι κέκληκεν. Hom. μάλα πού σφισι ϑυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται Od. 6, 156, an ἰάομαι erinnernd, durch Freude wird das Herz erquickt; οἱ δὲ ἰδόντες γήϑησαν καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ ϑυμὸς ἰάνϑη u. dgl., Il. 24, 321. 19, 174 Od. 4, 549, wo die Alten immer geradezu εὐφραίνεσϑαι erklären; μέτωπον ἰάνϑη, die Stirn erheiterte sich, Il. 15, 103; auch act., δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε ϑυμὸν ἰήνῃ, welche das Herz erfreuen, ihm wohlthun, od. es zum Mitleid stimmen, Il. 24, 119; c. dat., καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰςορόωσα, an ihnen, Od. 19, 537. Aehnl. Pind. καρδίαν, νόον, ϑυμὸν ἰαίνειν, P. 1, 12. 2, 90 Ol. 7, 43; ἰανϑεὶς ἀοιδαῖς ibd. 2, 15; καρδίην ἰαίνεται Archil. frg. 25; ἰαίνει καρδίαν Alcm. bei Ath. XIII, 600 f; sp. D., ἦτορ ἰανϑέν Anacr. 48, 2; Theocr. 7, 29; Man. 3, 184. Auch Polyaen. 1, 1, οἴνῳ τοὺς πολεμίους ἰαίνων. [ῑ hat Hom. Od. 10, 359, wo das augm. tempor. anzunehmen, aber auch ohne dieses im Anfange des Verses 22, 59, wie Qu. Sm. 10, 327, der εἰςόκε σ' ἰήνειεν ἀνιαρῶν ὀδυνάων = ἰάομαι vrbdt, u. ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται 4, 402.]
-
4 ἐπιθεσπίζω
ἐπι-θεσπίζω, (1) darauf Orakel verkündigen, τῷ τρίποδι, auf dem Dreifuß sitzend. (2) von Orakeln od. Göttern: beistimmen, gutheißen
См. также в других словарях:
τριπόδι — το, Ν ο τριποδισμός τού αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόδι] … Dictionary of Greek
τριπόδι — το τριποδισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίποδι — τρίπους three footed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ENTHEI — Gentilium Vates. Firmicus. Astronom. l. 8. c. 20. Vates faciet. Entheos, qui in templis consueverint vaticinari. Et c. 26. Entheos sacerdotes faciet, dantes vera responsa quaerentibus. Item l. 6. c. 3. Entheos faciet, templorum obsequiis depuatos … Hofmann J. Lexicon universale
καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek
tripod — TRIPÓD, tripoduri, s.n. 1. (înv.) Trepied. 2. (mar.) Macara de forţă alcătuită din trei picioare reunite sus. – Din ngr. tripódi. Trimis de LauraGellner, 01.07.2004. Sursa: DEX 98 TRIPÓD s. v. trepied. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… … Dicționar Român
τριποδισμός — ο 1. καλπασμός αλόγου, τριπόδι. 2. χαρακτηριστικός βηματισμός αυτών που πάσχουν από παράλυση των δαχτύλων των ποδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίποδ' — τρίποδα , τρίπους three footed neut nom/voc/acc pl τρίποδα , τρίπους three footed masc/fem acc sg τρίποδι , τρίπους three footed masc/fem/neut dat sg τρίποδε , τρίπους three footed masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)